- νωπογραφία
- Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι πολύ πιο περιορισμένη από εκείνη της τέμπερας ή της εγκαυστικής, γιατί χρησιμοποιεί ως λευκό χρώμα τον ασβέστη, με τον οποίο λίγα μόνο χρώματα μπορούν να αναμειχθούν. Η τεχνική της ν. βασίζεται στην ιδιότητα που έχει ο ασβέστης, όταν ενωθεί με άμμο ποταμίσια ή με αργιλώδες χώμα, να σχηματίζει καθώς ξεραίνεται ένα κονίαμα με σκληρή κρυσταλλική επιφάνεια. Τοποθετούμενο το χρώμα στο κονίαμα αυτό, όσο ακόμα είναι νωπό, εισχωρεί βαθιά και στερεώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να αντέχει όχι μόνο στο πλύσιμο με νερό, αλλά και για αιώνες στις καιρικές συνθήκες. Για να γίνει μια ν. χρειάζονται δύο στρώματα κονιάματος: το κατώτερο, που τοποθετείται κατευθείαν πάνω στον τοίχο και αποτελείται από ένα μέρος ασβέστη και δύο μέρη άμμου ή πιο σπάνια αργιλώδους χώματος, και το δεύτερο στρώμα ή «επίστρωμα», που αποτελείται από ασβέστη, λεπτότερη άμμο και κάποτε λεπτότατη μαρμαρόσκονη. Το έργο σχεδιάζεται ολόκληρο με πινέλο και πράσινο ή κόκκινο χρώμα στο κατώτερο στρώμα του κονιάματος. Ύστερα ένα μέρος του –τόσο όσο κρίνει ο καλλιτέχνης ότι μπορεί να ζωγραφίσει μέσα σε μία ημέρα– καλύπτεται με το δεύτερο στρώμα του κονιάματος που ζωγραφίζεται όσο ακόμα είναι νωπό. Το υπόλοιπο τμήμα της σύνθεσης που δεν εκτελέστηκε μέσα στην ίδια ημέρα παραμένει σχεδιασμένο στο πρώτο στρώμα του κονιάματος, ώστε να χρησιμεύει για οδηγός της σύνθεσης. Η οριστική σχεδίαση του έργου στο επίστρωμα γίνεται με τη βοήθεια των χαρτονιών. Είναι φύλλα πολύ χοντρού χαρτιού, στα οποία έχει σχεδιαστεί με απόλυτη ακρίβεια η σύνθεση. Ύστερα με μια βελόνη δημιουργούνται μικρές τρύπες στο χαρτί σε όλο το περίγραμμα του σχεδίου. Τοποθετείται τότε το χαρτί επάνω στο κονίαμα και τινάζεται στις τρύπες ένα σακκούλι που περιέχει χρωστική ουσία σε σκόνη. Η σκόνη αυτή επικάθεται στο νωπό κονίαμα και σχηματίζει το σχέδιο που μπορεί ο καλλιτέχνης, αν θέλει να το σταθεροποιήσει περισσότερο, να το χαράξει με αιχμηρό εργαλείο. Έπειτα αρχίζει η καθαυτό ζωγραφική εργασία. Οι καταλληλότερες χρωστικές ουσίες για τη ν. είναι εκείνες που αντέχουν καλύτερα στον ασβέστη - όπως τα οξείδια του σιδήρου, από τα οποία προέρχονται τα κίτρινα, τα καστανά και τα κόκκινα. Κατάλληλα επίσης χρώματα είναι το γαλάζιο και το πράσινο του κοβαλτίου, ενώ άλλες ουσίες πρέπει να χρησιμοποιούνται με μεγάλη προσοχή, γιατί εύκολα αλλοιώνονται.
Η ν. μπορεί να δώσει λαμπρά αποτελέσματα, αλλά απαιτεί απόλυτη κατοχή της τεχνικής (που αποκτάται μόνο με μεγάλη άσκηση), καθώς και την ικανότητα της πολύ γρήγορης και σίγουρης ζωγραφικής εκτέλεσης, γιατί –αντίθετα από τις άλλες ζωγραφικές τεχνικές– η ν. δεν επιτρέπει γενικά δισταγμούς και διορθώσεις.
Ιστορία. Οι τοιχογραφίες της αρχαίας Αιγύπτου, αν και ονομάζονται συνήθως φρέσκα, δηλαδή ν., είναι εκτελεσμένες κατά το μεγαλύτερο μέρος με διαφορετικούς τρόπους από ό,τι η πραγματική ν., που, όπως έχει ήδη αναφερθεί είναι ζωγραφική επάνω σε νωπό κονίαμα με χρώματα διαλυμένα σε νερό. Οι Αιγύπτιοι ζωγράφοι προτιμούσαν την τεχνική της τέμπερας, ανακάτευαν δηλαδή τα χρώματα με κρόκο αβγού, λάδι, γάλα ή μέλι και τα τοποθετούσαν πάνω στο ξερό κονίαμα. Είναι αμφίβολο αν σε σπάνιες περιπτώσεις ασκούσαν την πραγματική τεχνική της ν. Κάποτε χρησιμοποιούσαν τη λεγόμενη ξηρογραφική ν., τοποθετούσαν δηλαδή τα χρώματα σε κονίαμα βρεγμένο με ασβεστόνερο. Και στις τοιχογραφικές διακοσμήσεις των ανακτόρων της Κνωσού και της Φαιστού, που είναι από τα πιο ζωντανά τεκμήρια του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού, χρησιμοποιήθηκαν τέμπερες όπως και στην Αίγυπτο, με την διαφορά ότι οι Κρήτες καλλιτέχνες τις τοποθετούσαν επάνω σε νωπό κονίαμα. Καμιά αρχαία ελληνική τοιχογραφία δεν έχει σωθεί. Οι λίγες σχετικές πληροφορίες που άφησαν οι αρχαίοι συγγραφείς δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τις τεχνικές της κατασκευής. Η ετρουσκική τοιχογραφική διακόσμηση, αντίθετα, είναι γνωστή από τους ζωγραφισμένους τάφους που βρέθηκαν κυρίως στην Ταρκυνία και στο Κιούζι. Τα έργα αυτά είναι γενικά εκτελεσμένα επάνω σ’ ένα πολύ λεπτό κονίαμα, σε ορισμένες όμως περιπτώσεις τα χρώματα απλώνονται κατευθείαν επάνω στον γυμνό βράχο. Δεν υπάρχει γενικά ομοφωνία των ειδικών ως προς τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι Ετρούσκοι. Ορισμένοι αρχαιολόγοι, διαπιστώνοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις τα περιγράμματα των μορφών φανερώνουν καθαρά ότι χαράχτηκαν με οξύ μεταλλικό εργαλείο στο νωπό ασβεστοκονίαμα, δέχονται ότι οι Ετρούσκοι, εκτός από την τέμπερα, γνώριζαν και την πραγματική ν. Άλλοι πάλι αρνούνται κατηγορηματικά ότι είναι δυνατό να θεωρηθούν ν. αυτές οι διακοσμήσεις των τοίχων, αφού δεν έχουν το αναμφισβήτητο διακριτικό της ν., δηλαδή τη συναρμογή των διάφορων τμημάτων του κονιάματος, που τοποθετείται μέρα με την ημέρα καθώς προχωρεί η εργασία.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους οι τοίχοι ζωγραφίζονταν συνήθως πάνω σε μια προετοιμασία κονιάματος τοποθετημένου σε πολλά στρώματα (κατά την περίφημη μελέτη του Βιτρούβιου Περί Αρχιτεκτονικής - De Architectura, έξι έπρεπε να είναι τα στρώματα αυτά: τρία πιο χοντρά και τρία πιο λεπτά). Αλλά οι πιο πολύτιμες τοιχογραφίες κατασκευάζονταν τότε στο καβαλέτο, επάνω σε κονίαμα τοποθετημένο μέσα σε ξύλινα πλαίσια και ύστερα προσαρμοζόμενο στους τοίχους με σιδερένια καρφιά ή συνδέσμους. Οι ρωμαϊκές τοιχογραφίες θεωρούνται συνήθως ν., αλλά τα αντικρουόμενα αποτελέσματα των χημικών αναλύσεων δεν έχουν αποσαφηνίσει ακόμα αν οι Ρωμαίοι ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν τις τεχνικές της τέμπερας, της εγκαυστικής και της ν. ταυτόχρονα ή χωριστά. Οπωσδήποτε όμως, η ν. επικράτησε. Στις κατακόμβες χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος των ν., που απαιτούσε μεγάλη ταχύτητα εκτέλεσης και ταίριαζε απόλυτα με τη γρήγορη ζωγραφική τεχνική εκείνων των καλλιτεχνών που συνήθιζαν να τοποθετούν τα χρώματα με τρόπους ανάλογους με εκείνους των Γάλλων ιμπρεσιονιστών.
Από την ελληνιστική και ρωμαϊκή ν., η τεχνική διαδόθηκε στο Βυζάντιο και στις δυτικές χώρες. Οι ν. της Σάντα Μαρία Αντίκουα στη Ρώμη επιτρέπουν να γνωρίσει κανείς τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν από τον 5o έως τον 10o αι. από τους Βυζαντινούς και Ρωμαίους καλλιτέχνες στα επτά επάλληλα στρώματα των κονιαμάτων που ήρθαν στο φως. Τον 11o και 12o αι. οι μνημειακές βυζαντινές ν. της Αγίας Σοφίας της Αχρίδας, της Παναγίας των Χαλκέων της Θεσσαλονίκης, της κρύπτης και των παρεκκλησίων του Οσίου Λουκά της Φωκίδας, των εκκλησιών της σημερινής Γιουγκοσλαβίας και της Ρωσίας, καθώς και οι ν. του κάτω ναού του Αγίου Κλήμη στη Ρώμη (11ος – 12ος αι.), οι μεγάλοι κύκλοι του 12ου αι. στη Μητρόπολη του Ανάνι μαρτυρούν ότι η τεχνική της ν. συνεχιζόταν με την απλούστερη και πιο αγνή μορφή της. Το ίδιο και στα βυζαντινά τοιχογραφικά σύνολα του 13ου αι. της Μπογιάνα (Βουλγαρία, 1259) και πολλών εκκλησιών στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά και στις μνημειακές νωπογραφικές συνθέσεις του 14ου αι. του Μανουήλ Πανσέληνου στο Άγιον Όρος, της εκκλησίας του Αγίου Ευθυμίου και του Αγίου Νικολάου Ορφανού (1310-20) στη Θεσσαλονίκη, της Μητρόπολης, του Αφεντικού, της Περιβλέπτου κ.ά. στον Μιστρά. Η νωπογραφική τέχνη συνεχίστηκε στην Ελλάδα και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στη διακόσμηση πολλών ορθόδοξων εκκλησιών.
Στη Δύση, η ν. συνεχίστηκε με τον Τζιότο και τον Καβαλίνι και τον 16o αι. έφτασε στο αποκορύφωμά της στις Αίθουσες του Ραφαήλ και στην Καπέλα Σιστίνα του Μιχαήλ-Άγγελου. Ο Κορέτζιο, στον τρούλο της μητρόπολης της Πάρμας, δοκίμασε την επιζωγράφιση ορισμένων τμημάτων των ν. με τέμπερα επάνω στη στεγνή επιφάνεια, για να πετύχει μεγαλύτερη ελαφρότητα και διαφάνεια. Ο τρόπος αυτός συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
«Η Παριζιάνα», νωπογραφία του ανακτόρου της Κνωσού. Εποχή Υστερομινωϊκή Ι, 1500-1450 π.Χ.
Νωπογραφία της μινωϊκής περιόδου, εύρημα των ανασκαφών του 1970, στο Ακρωτήρι Σαντορίνης.
«Η θυσία της Ιφιγένειας», τμήμα νωπογραφίας του Τζαμπατίστα Τιέπολο στην έπαυλη Βαλμαράνα της ιταλικής πόλης Βιτσέντσα.
Το «δωμάτιο των συζύγων» στο δουκικό ανάκτορο της Μάντοβας, με νωπογραφίες του Αντρέα Μαντένια. Οι νωπογραφίες αυτές είναι από τις ωραιότερες που υπάρχουν σε ανάκτορα της Ιταλίας.
Το «Νυμφαίον», πομπηιανή νωπογραφία, οι ρωμαϊκές τοιχογραφίες ονομάζονται νωπογραφίες, μολονότι η έρευνα δεν έχει αποσαφηνίσει αν οι τεχνικές της τέμπερας, της εγκαυστικής και του φρέσκου εφαρμόζονταν ταυτόχρονα ή χωριστά (Νεάπολη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Τζιότο: «Ο επιτάφιος θρήνος», από τον κύκλο των νωπογραφιών στο παρεκκλήσι Σκροβένι, στην Πάντοβα. Με το έργο αυτό του Τζιότο, που αποκαλύπτει την προσωπική έκφραση του καλλιτέχνη, η νωπογραφία του 14ου αιώνα φτάνει στην υψηλότερη και πιο δραματική έκφραση της.
Οι νωπογραφίες της Σάντα Maρία της Ταούλ, στην Καταλωνία, του 12ου αι., μαρτυρούν με την τεχνική τους ζωηρή και πρωτότυπη αίσθηση της πραγματικότητας. Σήμερα, οι εξαίρετες αυτές νωπογραφίες, για να προστατευθούν από τη φθορά, έχουν μεταφερθεί στο Μουσείο Καταλωνικής Τέχνης της Βαρκελώνης και θεωρούνται από τα σπουδαιότερα δείγματα της χριστιανικής τέχνης στην Ισπανία.
* * *η1. τεχνική τής τοιχογραφίας που συνίσταται στη χρήση χρωμάτων, υπό μορφή σκόνης, διαλυμένων σε νερό, πάνω σε νωπό ασβεστοκονίαμα, αλλ. φρέσκο2. τοιχογραφία που γίνεται με αυτό τον τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νωπός + -γραφία (< -γράφος < γράφω), πρβλ. ελαιο-γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αλ. θ. Φιλαδελφέα].
Dictionary of Greek. 2013.